Όρος: | αιθήρ | |
Ορισμός: | υγρό, γλυκό στην οσμή, ισχυρό και καυστικό στη γεύση, πτητικό και εύφλεκτο, που προκύπτει από ανάμιξη και απόσταξη ίσων μερών ρακής και θειικού οξέος. Από την ανάμιξη ισών μερών αιθέρος και καθαρής ρακής προκύπτει το γνωστό στην ιατρική υγρόν ανώδυνον του Οφμάνου. | |
Εμφανίσεις του όρου "αιθήρ"σε κείμενα: | ||
|